ἀναγάλλιˬασι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγάλλιˬασι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀναγάλλιˬασι ἡ, Κρήτ. Λυκ. (Λιβύσσ.) –ΚΠαλαμ. Δεκατετράστ. 33 Λεξ. Δημητρ. ἀνεγάλλιˬασι Ἄνδρ. ἀνεάλλιˬασι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀνιγάλλιˬα’ Ἴμβρ. Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Εκ τοῦ ρ. ἀναγαλλιˬάζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ.

Σημασιολογία

1) Χαρά, εὐφροσύνη Ἄνδρ. Κρήτ. Λυκ.(Λιβύσσ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) -ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Δημητρ.: Παίρνει ἀνεάλλιˬασι εὐτὸς τὴν ὥρα dῆ στιμῆς ποῦ θὰ σὲ δῇ Ἀπυρανθ. Φρ. Ὦ χαρά μου κιˬ ἀνεάλλιˬασι' μου! (ἔκφρασις στοργῆς μητρὸς πρὸς τέκνον) αὐτόθ. Νά ᾽χης ἀνεγάλλιˬασι! (εὐχὴ εὐγνωμονοῦντος πρὸς εὐεργετήσαντα) Ἄνδρ. Ἀνεγάλλιˬασι νά ᾽χῃ ἡ ψυχή του! (εὐχὴ περὶ τεθνεῶτος) αὐτόθ. ᾎσμ. Ὅλο γεῖες καὶ χαρὲς κιˬ ἀναγάλλιˬασες πολλὲς Κρήτ.-Ποίημ. Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ τῆς θλίψις τἁ τρηδόνια καὶ μὲ τῆς ἀναγάλλιˬασις τὰ κρίνα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 53 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) « Θαράπειο κι άναγάλλιασι, χαρὰ πολλὰ μεγάλη». Συνών. ἀγαλλία, ἀγαλλίασι, ἀγάλλιˬασμα, ἀγαλλιˬασμός, ἀναγάλλιˬα, ἀναγάλλιˬασμα, ἀναγαλλιˬασμός. 2) Ἡ στιγμιαία καλυτέρευσις τῆς καταστάσεως μελλοθανάτου (συνήθως θεωρουμένη ὡς προαγγέλουσα τὸν θάνατον) Ἴμβρ. Σαμοθρ.:Φρ. Ἀνιγάλλιˬα᾽ κὶ προυκουπή! (ἀλίμονον, δὲν ὑπάρχει κἀμμία ἐλπίς!) Ἴμβρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/