ἀρα͜ιοδόντης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιοδόντης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρα͜ιοδόντης ὁ, Στερελλ. (Ἀρτοτ.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀραdόdης Κρήτ. (Σφακ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀραιὸς καὶ τοῦ οὐσ. δόντι. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀραιόδους.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἀραιοὺς ὀδόντας ἔνθ. ἀν.: Γνωμ. Ἀπό σμιχτοφρύδη κιˬ ἀραdόdη, | ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυτώνῃ! (νομίζεται ἐπιβλαβὴς ὁ ἀραιοδόντης ὡς σημαδιˬακός ἤτοι ὡς ἔχων ἰδιαίτερον χαρακτηριστικὸν γνώρισμα τοῦ σώματος). Συνών. *ἀναρα͜ιοδόντης
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA