γαρδένιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρδένιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαρδένιˬα ἡ, σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. gardenia.
Σημασιολογία
Τὸ διακοσμητικὸν φυτὸν γαρδενία ἡ εὐανθὴς (gardenia florida), τοῦ γένους τῆς γαρδενίας (gardenia), τῆς τάξεως τῶν ἐρυθροδανωδῶν (rubiceae), οὗτινος τὰ λευκὰ ἄνθη εἶναι λίαν εὔοσμα σύνηθ.: Τῆς ἔφερα μιˬὰ γαρδένιˬα μαζὶ μὲ τὴ γλάστρα, ἀλλὰ σὲ λίγο ξεράθηκε. Ἡ γαρδένιˬα δὲν προκόβει εὔκολα, θέλει ζέστη καὶ ὑγρασία. β) Τὸ ἄνθος τοῦ φυτοῦ τούτου σύνηθ.: Συνήθιζε νὰ βάζῃ πάντα μιˬὰ γαρδένιˬα ’ς τὸ πέτο τοῦ σακκακιˬοῦ. Ἡ γαρδένιˬα ἔχει ἄρωμα βαρύ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA