βλυσίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλυσίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλυσίδι τό, Δαρδαν. Ἤπ. (Τσαμαντ.) Θρᾴκ. Ἴων. (Κρήν.) Κεφαλλ. Κορσ. Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γέρμ. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Οἰν. Τριφυλ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Τσακων. κ.ἀ. –ΑΛασκαράτ. Ποιήμ. 148 ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 58 –Λεξ. Δεὲκ Αἰν. Λάουνδ. Βυζ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. βλυσίδ’ Ἤπ. (Ἀρτ. Δρόβιαν. Ζαγόρ. Ἰωάνν.) Μακεδ. (Βλάστ. Καταφύγ. Καστορ. Σέρρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βλεσίδι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

Κατὰ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 38 (1986) 6 ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βλύσις κατὰ τύπον ὑποκορ., κατὰ ΒΦάβην ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/20) 179 κἑξ. ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βλησίδιον.

Σημασιολογία

1) Θησαυρὸς κεκρυμμένος ἐν τῇ γῇ ἢ ἀλλαχοῦ Ἤπ. (Ἄρτ. Δρόβιαν. Ζαγόρ. Τσαμαντ. Θρᾴκ. Μακεδ. (Βλάστ. Καταφύγ. Καστορ. Σέρρ.) Πελοπν. (Μέσσ.) Τσακων. κ.ἀ. –Λεξ. Λάουνδ. Βυζ. Μπριγκ.: ᾎσμ. Ἀνάθεμα τὸν Ντζοροτᾶν ὁπ᾿ ηὗρε τὸ βλυσίδι καὶ τό ᾽δωκε τοῦ βασιλεˬᾶ καὶ πῆρε τὸ Μισίρι Πελοπν. Συνών. βίος 7. β) ᾿Εν γένει θησαυρός, πλοῦτος Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ.) κ.ἀ.: Φρ. Νὰ γέ’ς βλυσίδ’! (νὰ εὐτυχήσῃς!) Ἤπ. ‖ ᾎσμ. Δὲ θέλει γιˬὸν τοῦ βασιλεˬᾶ, δὲ θέλει γιˬὸν τοῦ ρῆγα, μόν’ θέλει γιˬὸν τοῦ καπετάν’ πὄχει πολὺ βλυσίδι Καστορ. γ) Χρυσὸς Ἤπ.: ᾎσμ. Θέ μου, νὰ γίνῃ βασιλεˬάς, Θέ μου, νὰ γίνῃ ρῆγας, νὰ γίνῃ κιˬ ἀρχοντόπουλλο μ᾿ ἐννεˬὰ λογιˬῶ βλυσίδι. 2) Συνεκδ. τόπος εὔφορος, τόπος πλούσιος (ὅπου δηλ. δύναταί τις ν᾽ ἀνεύρῃ τρόπον τινὰ θησαυρὸν Ἤπ. (Ἰωάνν.) Στερελλ. (Αἰτωλ): Πάει κατὰ τὴ Βλαχιˬὰ ποῦ εἶνι βλυσίδ’ Ἰωάνν. Τοῦτου τοῦ μοναστήρ’ νιˬὰ βουλὰ ἦταν βλυσίδ’ Αἰτωλ. 3) Νόμισμα συνήθως χρυσοῦν προσφερόμενον εἰς τὴν νύμφην Μακεδ. (Καταφύγ.) Ἡ σημ. καὶ ἐν κώδικι τοῦ 17ου αἰῶνος. Πβ. ΠΠαπαγεωργ. ἐν Βyz. Ζeit. 3 (1984) 284 ΠΒ. καὶ ΙΒισβίζ. ἐν ’Επετ. Ἀρχ. Δικαίου 1, 47-48. 4) Κέρδος, εἰσόδημα Ἤπ. (Δρόβιαν. κ.ἀ.) Ἴων. (Κρήν.) Κεφαλλ. Κορσ. κ.ἀ. –ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ' ἀν.: Ποίημ. Κιˬ ὅπο͜ιος γιˬ᾿ ἀγάπη τοῦ Ὑψίστου | δὲν ἔτρωε παρὰ ξίδι, τὸ λᾴδι ποῦ ἐστερήθηκε ǀ τό ᾽βαλε ᾽ς τὸ βλυσίδι ΑΛασκαρᾶτ. ἔνθ’ ἀν. 5) Ἀφθονία, πλῆθος (ἡ λ. κατηγορεῖται ἐπὶ πραγμάτων ἐν ἐννοίᾳ περιεκτικῇ, ἡ δὲ σημασία αὕτη κατ᾽ ἐπίδρασιν τῶν εἰς –ίδι ὀνομάτων, περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 13<1916/17> 168-9) Δαρδαν. Θρᾴκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ Γέρμ. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Οἰν. Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. –ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. –Λεξ. Αἰν.: Οἱ ἐλα͜ιὲς εἶναι χάμου βλυσίδι Γέρμ. Βρῆκε βλυσίδι θησαυρὸ Οἰν. Βλυσίδι τὸ γέννημα-τὸ λᾴδι κττ. Βούρβουρ. Εἶναι οἱ ψεῖρες βλεσίδι ἀπάνου του Κίτ. Μάν. Τοὺ γέ’μα πάει βλυσίδ’ Αἰτωλ. Κεῖ ποῦ πετοῦσε ἡ πεταλούδα φύτρωνε τὸ χαμόμηλο βλυσίδι ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Πόλεμος βαρὺς ἐγίνη, | ἐσκοτώθηκε βλυσίδι Ἀρκαδ. Συνών βίος 8, *βλυσούρι. β) Ἐπιρρηματ. ἐν πλησμονῇ ἀφθόνως Πελοπν. (Μάν. Μεσσ.) κ.ἀ.: Τά ’χει βλυσίδι, λᾴδι, τυριˬά, ἀπ’ οὕλα Μεσσ. 6) Τὸ ἔργον τοῦ ἐργολαβικῶς ἀναλαμβάνοντος τὴν μεταπώλησιν ἰχθύων ἰχθυοτροφείου (ἡ σημασία πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀποκομιζομένου μεγάλου κέρδους) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 7) Ἡ χρηματικὴ ἐγγύησις ἡ παρεχομένη εἰς τὸν ἰδιοκτήτην ἰχθυοτροφείου ὑπὸ τοῦ προαγοράζοντος τὴν ἰχθυοπαραγωγὴν ἐμπόρου (ἡ σημ. κατὰ συνεκδ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βλυσίδι Ἤπ. Σίφν. Βλυσίδ’ Στερελλ. (Καλοσκοπ. Παρνασσ.) Βλυσίδιˬα Μακεδ. (Πελεκᾶν.) Ἀβλυσίδι Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Γλυσίδιˬα Πάρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/