γάρδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάρδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἡ λ. παλαιὰ ἀσφαλῶς, ὡς δεικνύει τὸ σύνθ περιγάρδι-περιγάρτι (ἐν Χρον. τοῦ Μορέως κ. ἐν μεταγν. ἐγγρ.)= περιφραγμένον κηπάριον. Ὑπὸ τύπ. γάρδος=φράκτης, φραγμός, ἐν χρυσοβούλλῳ τοῦ ἡγεμόνος ᾿Αλ. Ὑψηλάντου τοῦ ἔτους 1775. Πιθανῶς ἐκ τοῦ Φραγκ. gardo=κῆπος. Πβ. καὶ ’Αλβαν. gάrδ-ι καὶ Κουτσοβλαχ. gάrdu=φράκτης. Ἡ μετάθεσις τοῦ τόνου εἰς τούς τύπ. γαρδὸς-γαρτὴ κατά τινα ἀναλογίαν πρὸς συνών. ἤ παράλληλα.
Σημασιολογία
1) Ἡ περὶ τὸν κορμὸν δένδρου σχηματιζομένη δι’ ἀνασκαφῆς κυκλική κοιλότης πρὸς συγκέντρωσιν ὀμβρίων ἢ πηγαίων ὑδάτων ἀναγκαίων διὰ τὸν πλήρη ποτισμόν του Πελοπν. (᾽Αργολ. Λιγουρ. κ.ἀ.)-Λεξ. Βλαστ. 293: Γιˬόμισε ὁ γάρδος νερό, δὲ θέλει ἄλλο ’Αργολ. Μαράθηκε ἡ ἐλιˬά, ἤθελε νὰ φτε͜ιάξωμε γάρδο ἀπὸ καιρὸ γιὰ νὰ μαζέψῃ νερὸ Λιγουρ. 2) Ὁ διὰ τὴν ἐμφύτευσιν νέων ἐλαιῶν ἤ κλημάτων ἀνοιγόμενος μικρὸς στρογγύλος λάκκος Στερελλ. (Ἄμφ. ’Αράχ. κ.ἀ.) : Ἄ’ξι βαθιˬὰ τοὺ γαρδὸ γιˬὰ νὰ ριζουπιˬά’ τοὺ κλῆμα Ἀράχ. 3) Θηλ. εἶδος «βελονιᾶς» (βλ. βελονιˬὰ 3), χρησιμοποιουμένης εἰς κεντήματα, ἰδία εἰς τὸ περίγραμμα τῆς ὅλης παραστάσεως τοῦ κεντήματος καὶ ἐν συνδυασμῷ μὲ «σταυροβελονιˬὰ» Σκῦρ.: Κάνουμε μονὴ γαρτὴ τσαὶ διπλῆ γαρτή. ᾿΄Αλλ’ ἡ γαρτὴ τσαὶ ἄλλ᾽ ἡ γερτὴ (ἐνν. βελονιˬά).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA