γαρδούμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρδούμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαρδούμα ἡ, Ζάκ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Σουδεν.) ᾿αρδούμα Νάξ. (’Απύρανθ.) γαρδούμπα ’Αθῆν. Εὔβ. (Αἰδηψ. Χαλκ. κ.ἀ.) Πελοπν. (’Αρκαδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Τριχων. κ.ἀ) κ.ἀ. γαρδούνα Πελοπν. (Κορών. Κυπαρισσ. ’Ολυμπ.) γαϊδούμα Ζάκ. (Πλεμοναρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρδούμι, παρ’ ὃ καὶ γαρδούμπι καὶ γαρδούνι, κατὰ τύπ. μεγεθυντικόν.

Σημασιολογία

Τὸ μεγαλύτερον κἄπως τοῦ συνήθους γαρδούμι ἢ καὶ ἁπλῶς τὸ γαρδούμι, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Ἒκαναν γλέντι τρικούβερτο· γαρδοῦμπες, σπληνάντερα, συκωτάκιˬα, μαριδίτσες... ’Αθῆν. κ.ἀ. Ἒχομε σπληνάντερο καὶ γαρδοῦμπες μὲ γιˬοματάρι καλό· ἔρχεσαι ; Εὔβ. (Αἰδηψ.) κ.ἀ. Ὃτι νά ’ναι κανένα ’αρδούμι μεγάλο, bορεῖ νὰ ποῦμε ἐτσά : καμένες ’αρδοῦμες ! Νάξ. (᾽Απύρανθ.) || Παροιμ. φρ. Τσῆ ’Αναλήψεως, κουμπάρε, νὰ φᾶμε μιὰ γαρδούμα (ἐπὶ τῶν ἀορίστως ὑποσχομένων ἢ διαρκῶς ἀναβαλλόντων ὑπεσχημένην δεξίωσιν) Ζάκ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τύπ. Γαρδούμας (πιθανῶς διὰ τὴν πρὸς τὸ ἔδεσμα προτίμησιν) Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/