βλυσούρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλυσούρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βλυσούρι τό, φλυσούρ’ Στερελλ. (Ἀκαρναν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βλύσις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ούρι.

Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων

Βλυσίδι 5, ὃ ἳδ.: Φλυσούρ’ κόσμους ἦταν σήμιρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/