βοάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοάζω Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Χαλδ.) κ.ἀ. βουάζω Κύθηρ. βουάζου Πελοπν (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βοή, δι᾽ ὃ ἰδ. βουή. Ἡ λ. καὶ παρὰ τῷ Μ’Ετυμολ. 325, 37 καὶ 441, 10.
Σημασιολογία
1) Παράγω ἦχον, βοῶ ἔνθ᾽ ἀν.: Βουάζει ἡ θάλασσα-ὁ τόπος κττ. Κίτ. Κύθηρ. Βουάζουσι τ᾿ ἀφτία μου Κίτ. Τὸ σπέλӧν τ᾽ ἀπέσ’ ἐβόαξεν (ἀντήχησε τὸ ἔνδον τοῦ σπηλαίου) Χαλδ || ᾎσμ. 'Ολημερὶς μαλώνουνε κιˬ ὁ πόλεμος δὲ βδιˬάζει καὶ τὰ βουνὰ ταράζονται κ᾿ ἡ θάλασσα βοάζει. (βδιάζει=εὐδιάζει, μεταφ. παύει) Μάν. Συνών. ἀντιβογγῶ, ἀντιβοΐζω, ἀντιβροντῶ 1, ἀχῶ, βουΐζω. 2) Οἱονεὶ ὡς διὰ βοῆς προτρέπω, παρορμῶ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Τὸν ἐβούαζε τὸ αἷμα του κ’ ἐιˬδιˬάη κ᾽ ἔσκοτώθη. Ζὲ βουάζει τὸ αἷμα ζου νὰ φάῃς ξύλο (ζὲ=σέ, ζου=σου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA