ἀναγελαστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγελαστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναγελαστὴς ὁ, Λεξ. Κομ. Δεὲκ Πρω. Δημητρ. ἀνιγιλαστής Ἴμβρ. Θηλ. ἀναγελάστρα Ζάκ. Θρᾴκ. Κύθηρ. κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Πολιτ μοναξ.2 125 ΓΞενοπ. Θέατρ. 1,109 -Λεξ. Βλαστ. ἀνιγιλάστρα Λεσβ κ.ἀ. ἀνιγιλάσταα Σαμοθρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναγελῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ὁ περιγελῶν, εἴρων, φιλοσκώμμων ἔνθ᾽ ἄν.: Αὐτή εἶναι ἀναγελάστρα Θρᾴκ. Κύθηρ. Κιˬ ἀνοίγει ἡ πόρτα καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου ἐκείνη ἡ άναγελάστρα ἠ ᾿Αρετή ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. Μοῖρα ἀναγελάστρα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνων. ἀναγελαστοὑρης, ἀναγέλαστρος (ἰδ. ἀναγέλαστρον2), περιγελαστούρης, περιπαίχτης 2) Τὸ πτηνὸν γλωττὶς ἢ ἴυγξ ὁ κοινὸς (Jynx torquilla) τῆς τάξεως τῶν ἀναρριχητικῶν (scannores) προβάλλον τὴν γλῶσσαν πρὸς συλλογὴν ἐντόμων καί ἰδίως μυρμήκων (γνωστόν ὅτι γλῶσσα ἔξω τοῦ στόματος ἐκβαλλομένη εἶναι σημεῖον ἐμπαιγμοῦ. Ἰδ. ΜΣτεφανιδ. ἐν Λεξικογρ. Ἄρχ. 6 <1923> 226) Ζάκ. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/