βοανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοανίζω Πόντ. (Ἀμισ.) βουγανίζω Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βοή, δι᾿ ὃ ἰδ. βουή, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.). –ανίζω, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 59 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Κραυγάζω Ἀμισ.: Κλαίει, βοανίζει, χουλίζει. 2) Βοῶ Ἀμισ. Οἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA