βογάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βογάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βογάρω, ὡς ναυτικὸς ὅρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἰταλ. vogare=κωπηλατῶ, πλέω δι᾿ οὐρίου ἀνέμου. Πβ. OHesseling, Mots maritimes 16.
Σημασιολογία
1) Πλέω κατ’ εὐθεῖαν καὶ ἄνευ διακοπῆς πολλαχ. β) ᾿Εκκινῶ πολλαχ. 2) Κινῶ μὲ δύναμιν, ἐπὶ τῶν κωπῶν Ζάκ.: Βογάρω τὰ κουπιˬά. 3) ᾽Ενεργῶ Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA