ἄφορος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφορος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄφορος ἐπίθ. (Ι) Δαρδαν (Ὀφρύν.) Κεφαλλ. Πελοπν. κ.ἀ. - ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,110 ἄφουρους Λέσβ. Μακεδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ρ. φορῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ φορεθείς, ἀφόρετος Κεφαλλ.- ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν.: Ἄφορο φόρεμα ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν. 2) Καινουργὴς Δαρδαν. (Ὀφρύν.) Λέσβ. Μακεδ. Πελοπν.: Ἄφορο μπακίρ’ Ὀφρύν. Ἄφουρου τσ᾽κά᾿ Μακεδ. Κ᾿μάρ' ἄφουρου Λέσβ. || ᾎσμ. Πάντα μου ᾿ς ἄφορο γυˬαλὶ βάνω κρασί καὶ πίνω Πελοπν 3) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἤρχισεν ἀκόμη νὰ γίνεται χρῆσις Μακεδ.: Ἄφουρου σαπού’. Πβ. ἀφόρετος, ἀφόριστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/