ἀφορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφορῶ ἀμάρτ. Μέσ. ἀφοροῦμαι Κρήτ. ἀφορε͜ιοῦμαι Πελοπν. (Λακων. Μάν. κ.ἀ.) ἀφοιρε͜ιῶμαι Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀφ-φορκοῦμαι Κύπρ. ἀφουουε͜ιέμι Σαμοθρ. ’φοροῦμαι Κάλυμν. Κάρπ. Κρήτ. Ρόδ. Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Λάουνδ. ’φορε͜ιέμαι Βιθυν. ’φορῶμαι Σκῦρ. ’φουρε͜ιῶμι Λέσβ. ᾿φουροῦμι Ἴμβρ. Λέσβ. ’φ-φορε͜ιοῦμαι Ρόδ. ’φ-φορgε͜ιοῦμαι Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ὑφορῶ - ὑφορῶμαι. Ἰδ. Κορ. Ἄτ. 4,665. καὶ ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπετ. Φιλοσοφ. Σχολ. Θεσσαλον. 1 (1927) 9. Ἡ λ. καὶ μεσν. ὡς καὶ ὁ τύπ. ’φοροῦμαι.
Σημασιολογία
1) Ὑποπτεύομαι, ὑποψιάζομαι. ἔνθ’ ἀν. : Τ’ ἀφωράθηκε τί θὰ τόνε βρῇ Μάν. Τὸν ’φοβοῦμαι πῶς τὰ πῆρε Κρήτ. || Παροιμ. φρ. Τὰ κάνει ’φορᾶται (ἐπὶ ἀνθρώπου κακοῦ ἀποδίδοντος εἰς ἄλλον ὅσα ὁ ἴδιος κάμνει ἢ ὑποψιαζομένου τοὺς ἄλλους ὅτι θὰ τὸν κακοποιήσουν) Σκῦρ. Χίος. ἀφφορκέται τοῦ κόρφου του (ἐπὶ τοῦ λίαν δυσπίστου) Κύπρ. || Γνωμ. Ὁποὺ χάσῃ καὶ τὸν κόρφο του ἀφορε͜ιέται Λακων. Ὁ κλέφτης τοῦ κλέφτη ἀφ-φορκέται Κύπρ. Ὁ κλέφτης τσαὶ ὁ ψεύτης τῆς κλεψκιˬᾶς ταί τῆς ψευκιˬᾶς ἀφ-φορκέται αὐτόθ. || ᾎσμ. Παρηγορῶ τη dὴ gαρδιˬά, μὰ δὲ bαρηγορᾶται, λέω της χίλιˬα ψόματα, μὰ ’κείνη τ᾿ ἀφορᾶται Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,378 (ἔκδοσις RDawkins) «ἐζήτησέν τους βουλὴν νὰ τοῦ ποῦν... τεῖντα νὰ ποίσῃ μηδὲν ἀφοραθῇ ὁ ρῆγας κακόν». β) Φοβοῦμαι Κύπρ. Πελοπν. (Μάν): Ὅ,τι ἀφοιρειώτανε τὸν ηὕρηκε Μάν. || Γνωμ. Θεέ, μὲν δώσῃς τοῦ παιδκιˬοῦ ὅσ᾿ ἀφ-φορκέτ’ ἡ μάννα! (διότι ἡ μάννα πολλὰ φοβεῖται μήπως πάθῃ τὸ παιδί της) Κύπρ. 2) Νομίζω, ὑποθέτω Ἴμβρ. Λέσβ. Σκῦρ. κ.ἀ.: Θὰν ἔρτ’, ’φουροῦμι Ἴμβρ. Τοὺ τυχιρό σ᾿ εἶνι, ’φουροῦμι Λέσβ. 3) Ἀντιλαμβάνομαι, βλέπω, παρατηρῶ Κρήτ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Ἀφωραθήκα τζοι καὶ φράξα dως τὴ στράτα Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA