ἀρα͜ιοπατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρα͜ιοπατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρα͜ιοπατῶ Ζάκ. Πελοπν. (Λάκων.) κ.ἀ. ἀρυπατῶ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πελοπν. (Λάκων.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀραιὸς καὶ τοῦ ρ. πατῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀμτβ. πατῶ κατὰ διαστήματα μεγάλα, κάμνω μεγάλα βήματα, βαδίζω ταχέως Ζάκ. Πελοπν. (Λάκων.) β) Παραπαίω, παραπατῶ Πελοπν. (Λακων.) 2) Μετβ. πατῶ, διαπερῶ τὴν βελόνην κατ᾿ ἀραιὰ διαστήματα Πελοπν. (Λάκων) κ.ἀ.: Παροιμ. φρ. Ἀραιοπάτα τὲς βελονεˬὲς νὰ πᾶμε κιˬ ἀλλοῦ (ἐπὶ τοῦ προτρέποντος νὰ γίνῃ ἐργασία τις ταχέως καὶ ὠς τύχῃ, ἄρα κακὴ) Λακων. || Παροιμ. Ἀρα͜ιοπάτα τὸ βελόνι, ἡ Λαμπρὴ κοντοζυγώνει (ἐπὶ ἐπισπεύσεως ἐργασίας) αὐτόθ. 3) Συρράπτω κατ’ ἀραιὰ διαστήματα ὕφασμα διὰ νὰ συγκρατῆται εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν κατὰ τὴν ραφήν, μεθ᾿ ἣν ἀφαιρεῖται τὸ νῆμα τῆς προσωρινῆς συρραφῆς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών. τρυπώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/