ἀφόταν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφόταν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
ἀφόταν σύνδ. ἀμάρτ. ἀφόντα Α.Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. Πελοπν. (Γλανιτζ. Γορτυν.) κ.ἀ. ἀφόντας Αἴγιν. Ἄνδρ. Ἤπ. Θήρ. Λευκ. Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Χίος κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀφόdας Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀφοντάς Πελοπν. (Λεντεκ. Τριφυλ.) κ.ἀ. ’φόντα Εὔβ. (Κύμ.) Μακεδ. ( Βλάστ.) Πελοπν. Στερελλ. (Κλών.) κ.ἀ. ’φοντὰ Πελοπν. (Κορινθ. Τρίκκ.) κ.ἀ. ’φόντας Α.Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Βλάστ. Καστορ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λάστ. Μεσσ. Πυλ.) ’φοντάς Πελοπν. (Κορινθ. Λεντεκ. Τρίκκ.) κ.ἀ. ’φούντα Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν.) ’φουντὰ Στερελλ. (Εὐρυταν. Φθιῶτ.) ’φούντας Α.Ρουμελ (Φιλιππούπ.) ’φουντὰς Μακεδ. ἀπόταν Κέρκ. κ.ἀ. ἀπόνταν Θήρ. ἀπόdαν Νάξ. ἀπόdα Ζάκ. Κέρκ. ἀπούdαν Κρήτ. ἀπόντας Κέρκ. Μῆλ. Πάρ. Πελοπν. (Αἴγ. Λάστ.) Χίος κ.ἀ. ἀπόdας Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (Δαμαρ.) ἀbόdας Μύκ. ἀπέτας Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀποdὰν Κρήτ. ἀπουdὰν Κρήτ. (Βιάνν.) ἀποdὰ Πελοπν. (Σουδεν.) ᾿πουντὰν Τῆλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν συνδ. ἀφοῦ καὶ ὅταν , παρ’ ὃ καὶ ὅνταν, ὅντας. ᾿Ιδ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,499 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) 212. Πβ. καὶ ΒΦάβην ἔνθ’ ἀν. Λεξικογρ. Ἀρχ. 47 κἑξ. Οἱ μετὰ τοῦ π τύπ. ἀπόταν κλπ. ἐκ παρασυσχετισμοῦ πρὸς τὴν πρόθεσιν ἀπό.
Σημασιολογία
1) Ἀφ’ οὗ χρόνου, ἀφότου Ἄνδρ. Α.Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Ζάκ. Ἤπ. Θεσσ. Κέρκ. Κρήτ. Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ.) Νάξ. (Δαμαρ.) Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν.) Τῆλ. κ.ἀ.: - Λεξ. Δημητρ.: Ἀφόντας σὲ εἶδα, σ' ἀγάπησα Ἤπ. Ἀπόντας ἔφυγε, δὲ μὄστειλε κἀνένα γράμμα Αἴγ. Ἀπόντας ἔφυε, δἑ ξανάρθε Κέρκ. ᾿Φόντας ἦρθα 'ς τοὺ χουριο’, δέ σ’ εἶδα Ἤπ. Ἀπόdας ἦρθε, δὲν ἡσύχασε Κρήτ. Ἀπόdας ἠγεννήθηκα, ἐτσὰ τὸνε ξέρω Δαμαρ. Ἀποdὰν ἐγεννήθηκα, δὲν εἶδα κόσμο Κρήτ. || ᾎσμ. Ἀφόντας σ’ εἶδα 'ς τὸ γιαλὸ νὰ κολυμπᾷς, κυρά μου, νεράιδα, καλονέραιˬδα, σὲ βλέπω 'ς τὰ ὄνειρά μου Λεξ. Δημητρ. 2) Ὅταν Αἴγιν. Α. Ρουμελ (Καρ.) Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Θεσσ. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κεφαλλ. Λευκ. Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) Μῆλ. Μύκ. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Γλανιτζ. Γορτυν. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Λεντεκ. Μάν. Μεσσ. Πυλ. Σουδεν. Τρίκκ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Εὐρυταν. Κλών. Φθιῶτ.) Χίος κ.ἀ. : Παροιμ. Ἀφόντας ἐθερίζαμε, Βασίλει κὺρ-Βασίλει, τώρᾳ π’ ἀποθερίσαμε, ποῦ σ’ εἶδα, βρὲ κασσίδη; (ἐπὶ τοῦ κολακεύοντος μὲν ἐν ὥρᾳ ἀνάγκης, ἀγνοοῦντος δὲ τὸν εὐεργέτην μόλις παρέλθῃ ἡ ἀνάγκη) Αἴγιν. Ἔμπορος ’φοντὰς φτωχύνῃ, | τὰ παλα͜ιὰ δεφτέριˬα ἀνοίγει Λεντεκ. || Ἆσμ. Ἀφόντας ἤσουν δυˬὸ χρονῶ κ᾽ ἐγὼ ἤμουν τεσσάρω, ἡ μάννα σου μοῦ τό ’λεγε νὰ γίνῃς νὰ σὲ πάρω Ἄνδρ. 3) Ἀφοῦ Α. Ρουμελ. (Καρ.): ᾎσμ. ’Στιˬὰ νὰ κάψ’ τὸ βασιλεˬά, φλόγα τὸ βασιλούδι, 'φόντας δὲν εἶν᾿ ὁ ἄντρας μου, τὸ πρῶτο μου στεφάνι. Πβ. ἀφῆς, ἀφῆτις, ἀφότε, ἀφότι, ἀφότου, άφοῦ, ἀφώς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA