γαριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαριˬάζω Ἄνδρ. ᾿Ιων (Κρήν. Μαγνησ. Σμύρν.) Κύθν. Μύκ. Πελοπν. (Κορινθ. Μάν. Πάν κ.ἀ.) Ρόδ. Σῦρ. Χίος - Κ. Παρορ., Κόκκιν. τράγ., 167 -Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Μ’Εγκυκλ. ’Ελευθερουδ. Βλαστ. 328 Πρω. Δημητρ. γαριˬάζου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Σκῦρ. Τῆν. κἀ γαιριάζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γαριˬάτζω Σίφν. σγαριˬάζω Πελοπν. (Λακων.) ’αριˬάζω Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάρος ἢ γαριˬά. Ὁ τύπ. σγαριˬάζω διὰ προσθὴκης ἀρκτικοῦ σ.
Σημασιολογία
1) Μετβ., κηλιδώνω, ρυπαίνω (ἐπὶ ἐνδυμάτων κυρίως) ἔνθ’ ἀν.: Πρόσεξε μὴ μοῦ γαριˬάσῃς τὰ ροῦχα Την. ’Ιφτεί' ξινουπλέ’, μὰ τὰ γαριˬάζ’ τὰ ροῦχα αὐτόθ. ᾽Αφουρμὴ τά ’πλυνε τὰ π᾿καμ᾿σα, ἀλλὰ τὰ γάριˬασι χειρότιρα Εὔβ. (Ἄκρ.) Τὸ γάριˬασες τὸ ἄσπρο μου μισοφόρι τσαὶ θέλει ξαναπλύσιμο Ἄνδρ. Καὶ ἀμετβ., κηλιδοῦμαι, ρυπαίνομαι (ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὑφασμάτων γενικῶς, ρυπαινομένων ἕνεκα μακρᾶς χρήσεως ἢ ἄλλης αἰτίας, ἰδιαιτέρως δὲ ἕνεκα ἀτελοῦς ἤ κακῆς πλύσεως) ἔνθ’ ἀν.: Γάριˬασε τό σεντόνι, μὲ οὕλο τὸ πλύσιμο Ἰων. (Σμύρν.) Ἕνα π’κάμ᾿σου φουρεῖ χρόνου-χρου’κῆς, γάριˬασι πάν’ τ’ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἅμα δὲ dὰ τρίβ’ς καλὰ τὰ ροῦχα μὶ τοὺ χέρ’ς τὴμ πλύ’, γαριάζ’νι χειρότιρα αὐτόθ. Τὰ ’πλυνες μόνι-μονι τὰ ροῦχα τσαὶ γαριάσανε Μύκ. Γαριάκανε τὰ ροῦχα, γιατ’ δὲ dά ’πλυνες καλὰ Σκῦρ. Ἄφησε τὰ ροῦχα δίχως νὰ τ’ ἁπλώσῃ καὶ τῆς γαριάσανε Πελοπν. (Πάν.) ’Εγαιριάσασι τὰ ροῦχα, δὲ dά ’πλυνες καλὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τ᾿ ἄσπρα ροῦχα θένε bουάδα, μὲ τὴ gουτσόπλυση ’αριάζουνε Νάξ. (’Απύρανθ.) Συνών γαρίζω 1, γαριώνω, γιώνω, κασιάζω, κασώνω, λερώνω , ρασιάζω. Μετοχ. γαριασμένος=ρυπαρός, ἀκάθαρτος (ἐπὶ ἐνδυμάτων ἀπλύτων ἤ κακοπλυμένων) ἔνθ’ ἀν.: Φορεῖ γαριασμένα ροῦχα Κύθν. Πολὺ ’αριασμένος εἶναι ὁ σάκκος εὐτός Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Πῆρε ἕνα παντελόνι γιομάτο τρῦπες, χιλιομπαλωμένο, γαριασμένο Κ. Παρορ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. ἀκάθαρτος 1, βρώμικος 1β γαριερὸς 1, γιωμένος, κασιασμένος, λερός, λερωμένος 2) ᾽Επὶ χόρτων ἐδωδίμων, συντελῶ εἰς τὸ νὰ λάβουν ταῦτα χροιὰν ὑποκίτρινον, ἕνεκα κακοῦ ἤ ὑπερβολικοῦ βρασμοῦ Πελοπν. (Πάν.) : Τὰ γάριασες τὰ λάχανα καὶ τά ’καμες γιὰ πέταμα. Καὶ ἀμετβ. , λαμβάνω χροιὰν ὑποκίτρινον αὐτόθ.: Ἔβαλε τὰ λάχανα ’ς τὸ τσουκάλι καὶ τὰ ξέχασε· γαριάσανε καὶ δὲν τρώγονται 3) Μεταφ. ἐπὶ προσώπων, κιτρινίζω, ἐξασθενῶ Σίφν.: Μ’ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια ἠγάριασε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA