γάριˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάριˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γάριˬασμα τό, ἐνιαχ. γάιρασμα Πελοπν. (Κἰτ. Μάν.) ’άριˬασμα Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γαριˬάζω.
Σημασιολογία
Ἡ ἕνεκα συνεχοῦς χρήσεως, μάλιστα δ’ ἕνεκα κακῆς καὶ ἀτελοῦς πλύσεως, ρύπανσις τῶν ὑφασμάτων καὶ ἐνδυμάτων πολλαχ.: Τέτοιτο γάιρασμα ποὺ ἔχουσι τὰ ροῦχα, δὲ θὰ καθαρίζουσι μὲ κρύο νερό, θέσι ζεστὸ νερὸ μὲ σαπούνι (θέσι=θέλουν) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Εἶχα δ’λε͜ιὰ ’ς τοὺ σπίτ’ κ᾿ ἔστ’λα τὴ μ’κρὴ νὰ μ’ πλύ’ κὶ μοῦ ’καμ’ ἕνα γάριασμα ’ς τὰ σιdόνιˬα πού ’φαγα τὰ νύχιˬα μ’ νὰ τοῦ βγάλου Τῆν. Τὸ ’άριˬασμα τῶ ρουχῶ dωνε δε dό ’χω ξαναθωρησμένο ᾽ς ἄλλα ροῦχα Νάξ. (’Απύρανθ.) Συνών. γαριˬασμός, λέρωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA