βογγητιˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βογγητιˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βογγητιˬὸ τό, ἀμάρτ. γογγυτιˬὸ ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 6 γογγυχτιˬὸ ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 45 βογγυχτιˬὸ Πελοπν. (Μεσσ.) βουγγυχτιˬὸ Θρᾲκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βογγητό.

Σημασιολογία

Βόγγημα, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Κατὰ τὸ μεσονύχτι ἀκούει ἡ χήρα γογγυχτιˬὰ βαρεˬὰ καὶ κούφιˬα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Καθὼς στεκόμαστε λαφιˬασμένοι, ἀκούμε βογγυχτιˬό..., τὸ βάλαμε ’ς τὰ ἴσια, ἀκούμε μεγαλύτερο βογγυχτιˬὸ (ἐκ παραδ., δι’ ἥν ἰδ. ΝΠολίτ. Παραδ. 1, 297).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/