βογγητὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βογγητὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βογγητὸ τό, γογγητὸ Πελοπν. γοgητὸ Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν.) gουτσυχτὸ Κυδων. κοντητὸν Κύπρ. βογγητὸ σύνηθ. βουγγητὸ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βου’τὸ Β.Εὔβ. Σάμ. βουgητὸ Ζάκ. κ.ἀ. βογγυχτὸ Λεξ. Δημητρ. βοgυχτὸ Κέρκ. βουγγυχτὸ Λεξ. Βλαστ. 104 Δημητρ. βουgυχτὸ Θρᾴκ. (Αἶν.) βογγυχτὸς ὁ, Πελοπν. (Ἀρκαδ.) βουγγυχτὸς Κάσ. βουγγητὸς Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βογγῶ.
Σημασιολογία
Βόγγημα, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀκούεται βογγητὸ σύνηθ. Ἔβγαινε τὸ γοgητό του ὅλη νύχτα Μάν. Κάθε νύχτα ἀκούεται βουgητό, ποῦ σοῦ παίρνεται ἡ καρδία (ἐκ παραδ., δι᾽ ἣν ἰδ. ΝΠολίτ. Παραδ. 1, 565) Ζάκ. Τὰ κοντητά του ἀκούονταν ἕναν μίλιν τόπον Κύπρ. Τὸ ἄγριο βουγγητὸ τοῦ ἀνέμου ΔΒουτυρ. Διωγμέν. Ἀγάπ. 25 || Ποιήμ. Καὶ εἶχε μάρτυρα εἰς τὸ βράχο | τοῦ Θεοῦ τὸν όφθαλμὸ καὶ τριγῦρο του μονάχο | τοῦ πελάου τὸ γογγητὸ ΔΣολωμ. (ἔκδ. ΙΠολυλ.) 72. Ἀκούει βοὴ καὶ βογγητό, περπατησιˬὰ ᾿ς τὸ δῶμα χωρὶς νὰ βλέπῃ καὶ κορμί, χωρὶς σκιὰ νὰ βλέπῃ ΙΠολέμ. Χειμώνανθ. 2 135
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA