ἀναγέλαστρον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγέλαστρον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναγέλαστρον τό, Κύπρ. ἀναγέλαστρο Κύθηρ. ἀναγέλαχτρο Κύθηρ. ἀναέλαστρον Ροδ. ἀνέλαστρον Ροδ. ἀναγέλαστον ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 1,65 ἀναέλαστον Κύπρ. Ρόδ. ἀνεέλαστο Κάρπ. ’νεγέλαστρον Ρόδ. ἀναγέλαστρος ὁ, Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. άναγελῶ.
Σημασιολογία
1) Πρόσωπον ἤ πρᾶγμα ἄξιον γέλωτος, τὸ προκαλοῦν γέλωτα ἤ χλεύην ἔνθ’ἀν.: Ἔγινες τοῦ κόσμου τ’ἀναέλαστρον Ρόδ. ‖ Παροιμ. Τοῦ κόσμου τ᾽ ἀναέλαστρον τοῦ κόσμου ἀναγελᾷ του (ἐπὶ οὐτιδανοῦ έμπαίζοντος ἄλλους) Κύπρ. ‖ ᾎσμ. Μωρὴ τσουκάλα βρομερή, τηάνι ᾿ίχως χέρι, ποῦ ’ινες τ᾿ ἀνεέλαστο καταμεσῆς ᾽ς τ᾽ ᾿Απέρει Κάρπ.-Ποίημ. ’Κανεῖ χαρτὶν τοῦ παιχνιδκιˬοῦ, φαεῖν, πκιˬεῖν ταὶ τοιμήσειν τς ἐγίνης τ᾽ ἀναγέλαστον, γιˬέ μου, τοῦ πασανοῦ (᾽κανεῖ=εἶναι ἄρκετόν, ἀρκεῖ) ΔΛιπέρτ. ἕνθ’ ἀν. Συνών. ἀναγέλασμα 2, ἀνάγελο 2. 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀναγέλαστρος ὁ, ὁ περιπαίζων, ὁ χλευάζων Κύθηρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. άναγελαστἡς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA