βογγολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βογγολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βογγολογῶ Δαρδαν. κ.ἀ. –ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. Ἠθογραφ. 2, 101 βογγολογάω (Ν. Ἐστία 11, 149) βογγολογάου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) βουγγουλουγάου Εὔβ. (Ἄκρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βογγολόγος.
Σημασιολογία
1) Ἐκβάλλω ἰσχυρὰν φωνὴν ΠΠαπαχριστοδ. ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ψάλτης μὲ τὴν τετράγωνη κιˬ ἀλύγιστη φωνή του τὸ βογγολόγησε. 2) ᾿Αναστενάζω, βογγῶ Δαρδαν. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. -(Ν.Ἑστία ἔνθ’ ἀν.): Ὁ δυνατὸς ἀέρας βογγολογάει μέσα ’ς τὰ ξερολάγκαδα καὶ τὰ ριζοσπήλα͜ια (Ν.Ἐστία ἔνθ. ἀν.) 3) Ἀντηχῶ ἰσχυρῶς Εὔβ. (Ἄκρ.): Βουγγουλουγάει τοὺ ρέμα ἀπ᾿ τὰ σκούσματά τ᾿ς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA