ἀρα͜ιοπλέκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιοπλέκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρα͜ιοπλέκω Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀριοπλέκω) ἀρα͜ιοπλέχω Πελοπν. (Βερζ.) Μετοχ. ἀρα͜ιουπλιγμένους Στερελλ. (Αἰτωλ)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀραιὸς καὶ τοῦ ρ. πλέκω.
Σημασιολογία
Πλέκω ἀραιῶς ἔνθ᾽ ἀν. ᾌσμ. Μιˬά κόρη μὲ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ μὲ τὰ μαῦρα μάτια ψηλὸ βουνὸ ἀνέβαινε πλέχοντας τὸ γαιτάνι, πλέχοντας κι ἀρα͜ιοπλέχοντας καὶ λε͜ιανοτραγουδῶντας Βερζ. Γαιτανάκι ἀρα͜ιουπλιγμένου | ᾿ς τοὺ λιμό σου τυλιγμένου. Συνών τῆς μετοχ. ἀγανὸς 3, ἀνάγλυκος 3, ἀρα͜ιόπλεχτος, ἀραιὸς Α 1, ἀντίθ. κρουστός, πυκνός, σφιχτοπλεγμένος, σφιχτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA