ἀναγεμίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγεμίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναγεμίδι τό, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. γεμίδι ἢ ἐκ τοῦ ρ. ἀναγεμίζω.
Σημασιολογία
Συνήθως ἐν τῷ πληθ., πᾶν ὅ,τι χρησιμοποιεῖται πρὸς πλήρωσιν στρωμάτων καὶ προσκεφαλαίων, οἶον βάμβαξ, ἔριον, πτίλα κττ. : Βάλε κιˬ ἄλλα ἀναγεμίδιˬα ’ς τὸ στρῶμα γιὰ νὰ μὴ πληγώνωμαι, ὅντε θέτω (πλαγιάζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA