βογγῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βογγῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βογγῶ, γογγύζω Θήρ. Μῆλ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γοgύζω Κρήτ. κ.ἀ. γοgύζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γουgύζου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) κ.ἀ. gουgύζου Σκόπ. γοντύζω Πόντ. (Ὄφ.) γουτζύζου Λέσβ. gουτζύζου Λέσβ. κοντύζω Κύπρ. κουντύζω Κύπρ. κοντζύζου Τσακων. γουγγῶ Σκόπ. Στερελλ. (Λοκρ.) γουgῶ Ἴμβρ. gουgῶ Ἤπ. Σάμ. γοgοῦ Πελοπν. (Μάν.) γγογγῶ Αἴγιν. gοgῶ Πελοπν. (Μάν.) γγουγγῶ Μακεδ. (Χαλκιδ.) κογγῶ Κύπρ. κουγγῶ Κύπρ. γογγάω Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Οἰν.) κ.ἀ. γοgάω Κεφαλλ. κ.ἀ. γγουγγάου Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σκόπ. βογγύζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) κ.ἀ. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 64 βοgύζω Κρήτ. βουγγύζου Θεσσ. (Καρδίτσ.) βουgύζου Θρᾴκ. (Αἶν.) βογγύτζω Σύμ. βοντζύζω Μεγίστ. κ.ἀ. βογγῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) βοgῶ πολλαχ. βουγγῶ βόρ. ἰδιώμ. βουgῶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βογγάω σύνηθ. βογγάου Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τριφυλ.) βουγγάου βόρ. ἰδιώμ. βοgάω Ζάκ. βουgάου Εὔβ. (Ὄρ.) βουgάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ᾽ουγγῶ Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. βρουγκῶ Τῆλ. σβογγάω Ἤπ. (Πρέβ.) βόγγω Λευκ. –ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 113 καὶ 128 ΣΜελᾶ Κόκκιν. Πουκάμ.224 ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 79 –Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ βογγύζω, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. γογγύζω κατὰ παρετυμολογίαν πρὸς τὸ βοΐζω-βουΐζω. ΠΒ. καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 326 καὶ γράμμα β βῆτα (τοῦ παρόντος Λεξικοῦ) 5 α. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. βογγύζω ἀπαντᾶται καὶ ἐν Πεντατεύχῳ (ἔκδ. Hesseling) Δευτερονόμ. 32, 10.
Σημασιολογία
1) Ἀγανακτῶ, δυσφορῶ Κῶς Πελοπν. (Βούρβουρ.) Σκόπ. Τσακων. κ.ἀ. –Λεξ. Βυζ.: Ἡ καρδιˬά της γόγγυξε γιˬὰ τὰ προικιˬὰ πὄδωκε Βούρβουρ. Τὴ μάλουσαν τὴ γρα͜ιὰ κὶ γουγγάει Σκόπ. || Φρ. Γογγύζω τὸ ψωμὶ (δυσφορῶ προσφέρων αὐτὸ εἴς τινα) Θήρ. Τρώει ψωμιὶ γοgυσμένο (διὰ τὸ ὁποῖον δυσφορεῖ ὁ προσφέρων αὐτό, πβ. ψωμὶν, ’γαναχτεμένον ἐν λ. ἀγαναχτῶ Α 1 β) Κρήτ. 2) Παραπονοῦμαι, διαμαρτύρομαι Θήρ. Σαμ κ.ἀ. –ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 14: Θέλεις ἀκόμα νὰ βογγάῃ κιˬ ὁ ἀδερφός σου ἐναντίον σου, ὅπως τόσοι καὶ τόσοι ἄλλοι ποῦ τοὺς ἀδίκεψες; ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. || Παροιμ. φρ. Ἄλλους σχουράει κιˬ ἄλλους βουgάει (ἐπὶ τῆς κοινωνικῆς ἀνισότητος) Σάμ. 3) Δὲν προθυμοποιοῦμαι νὰ πράξω τι, δυσχεραίνω Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.): Εἶπα ’τον νὰ πάῃ ᾿ς σὸ σχολεῖον καὶ γογγύζ’ το καὶ ’κὶ θέλ’) νὰ πάῃ Χαλδ. 4) Ἐπιπλήττω Πειρ. Σκόπ.: Ὃπο͜ιους ἔκανι ἀταξίις τοὺνι βόγγαϊ Σκόπ. 5) Στενάζω ἰσχυρῶς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Βογγάει ἀπ᾿ τὸν πόνο κοιν. Γογγύζ’ ἀσ’ σὴν ’νεγκασίαν (ἀπὸ τὴν κόπωσιν) Τραπ. Χαλδ. ‖ Παροιμ. Ἀντὶς νὰ βογγάῃ τὸ γαιˬδούρι, βογγάει τὸ σαμάρι (ἐπὶ τοῦ ἄνευ λόγου παραπονουμένου ἀντὶ τοῦ δικαιουμένου μέν, ἀλλὰ σιωπῶντος) Πελοπν. Ὃπου σκάφτεις καὶ βογγᾷς, | ἐκεῖ τρυγᾷς καὶ τραγουδᾷς (ἀνταπόδοσις τῆς ἐπιμόχθου καλλιεργείας εἶναι ἡ εὐχαρίστησις τῆς ἀφθόνου συγκομιδῆς) Ζάκ. || ᾎσμ. Τ᾿ ἔχεις, λεβέντη μ᾿, καὶ βογγᾷς καὶ βαρεˬαναστενάζεις; μήνα κεφάλι σὲ πονεῖ, μήνα καρδιˬὰ σὲ σφάζει; Ἤπ. (Κόνιτσ.) –Ποιήμ. Θ’ ἀναστενάξ’ ἡ λαγκαδιˬά, θανὰ βογγύξῃ ὁ βράχος θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχε͜ιά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. 2, 64. Τότε χαρούμενο κ’ ἐγὼ τὸ στόμα, π’ ὅλο βόγγει, θ᾽ ἀνοίξω καὶ τὴ δόξα σου γλυκὰ θὰ τραγουδήσω ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. 2, 128. Καὶ βόγγει βόγγει ὁ δύστυχος ἀπ' τὴν πολλὴ τὴν πίκρα ΑΒαλαωρ ἔνθ᾽ ἀν. 2, 113. Συνών. ἀγκομαχῶ 2, ἀναγκάζω Β2. β) Οἱονεὶ στενάζω πιεζόμενος ὑπὸ βάρους, εἶμαι ὑπερπλήρης (διὰ τὴν σημ. πβ. Ξενοφάν 1, 10 «τράπεζα μέλιτος καὶ τυροῦ ἀχθομένη») Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἤπ.:. (Ζαγόρ.) Τσακων.: Βουγγάει τοὺ πουρτουφό’ τοῦ δεῖνα Ἄκρ. Τ’ ἀμπάριˬα βουγγοῦν Ζαγόρ 6) Παράγω ἦχον ὅμοιον πρὸς στεναγμόν, ἠχῶ Ἤπ. (Πρέβ. Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Λεπεν.) Τσακων. κ.ἀ. –ΓΒιζυην. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 43 ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 54 ΙΤυπάλδ. Ποιήμ. 79: Βουγγάει τοὺ πουτάμ’ Λεπεν. Σβογγάει ἡ πέτρα (ριπτομένη γεννᾷ βόμβον) Πρέβ. ‖ ᾎσμ. Ἀκούγου τὰ πεῦκα πῶς βουγγοῦν κ’ οἱ ὀξυὲς ποῦ βάζουν Σισάν. –Ποιήμ. Βογγοῦν τοῦ κόσμου τὰ στοιχε͜ιά, σηκώνουν κῦμα βροντερὸ ΓΒιζυην. ἔνθ’ ἀν. Ἀγέρας δέρνει τὰ κλαριˬὰ τοῦ λόγγου καὶ βογγᾶνε ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Εἶναι ’ς τὴ λίμνη ταραχή, θολούρα καὶ φοβέρα νὰ βόγγῃ ἀκούω μέσ᾿ ’ς τὰ κλαδιὰ τοῦ λόγγου τὸν ἀέρα ΙΤυπάλδ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀντηχῶ 2, ἀντιβροντῶ 1, ἀντιλαλῶ 2. β) Ἀντηχῶ Ἤπ. (Κούρεντ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν.) –ΣΜελᾶς ἔνθ’ ἀν.: Βογγᾷ ἡ ἐγκλεσία -ἡ κάμαρα Οἰν. Τὰ λαγκάδιˬα βόγγουνε ᾽ς τὸ διˬάβα τοῦ βορεˬᾶ ΣΜελᾶς ἔνθ. ἀν. || ᾎσμ. Στριγγιˬὰ φουνὴν ἰφώναξι, βουγγᾶν βουνὰ κὶ ράχις Κούρεντ. Συνών ἀντηχῶ 1, ἀντιβογγῶ, ἀντιβροντῶ 2, ἀντιβοΐζω. 7) Βοῶ, κραυγάζω Κέρκ: Βογγάει ἡ ἀλήθε͜ια. Συνών. φωνάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA