βογγωτρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βογγωτρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βογγωτρίζω ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ. 2 110.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ρ. βογγῶ καὶ τρίζω.
Σημασιολογία
Παράγω τριγμὸν ὡς βόγγον: Ποίημ. Σκάφτουν τ’ ἄλογα τὸ χῶμα καὶ τ’ ἁμάξιˬα βογγωτρίζουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA