βοδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοδώνω, ἐβγοδώνω Κάρπ. κ.ἀ. ἔβγοώνω Κάρπ. βοδώνω Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ. Πλατανιστ.) Ἤπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) –Λεξ. Αἰν. βουδώνου Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.) Θεσσ. (Ἁλμυρ κ.ἀ.) Μακεδ. (Καταφύγ. Κοζ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ. Εὐρυταν. Λαμ. Λοκρ.) κ.ἀ. βγοδώνω Ἄνδρ. Ἴος Κέως Κίμωλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Μῆλ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Ἐγκαρ. Φιλότ.) Πάρ. Σίφν. Σῦρος Τῆν. Χίος κ.ἀ. βγοώνω Κάρπ. βγουδώνω Κρήτ. βγουώνω Κάλυμν. ἀβγοδώνω Χίος ἀβγοώνω Κάρπ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. εὐοδῶ. Ὁ τύπ. ἐβγοδώνω καὶ μεσν. ὡς μαρτυρεῖ τὸ ἐπίρρ. ἐβγοδωμένα, δι’ ὃ ἰδ. Λαογρ. 1 (1909) 569 «νὰ ποίσωμεν τὸν κύρι μου ὅμοιον ὡς ἐμένα ǀ καὶ νὰ τὸνε βαπτίσωμεν καλὰ ἐβγοδωμένα». Ὁ τύπ. βγοδώνω καὶ ἐν Φωσκόλ. Φορτουν. Ἰντερμέδ. Δ΄ (ἔκδ.ΣΞανθουδ.) στ. 177 «καὶ ἡ ευκή μου μετὰ σᾶς νά ’ναι νὰ σᾶς βγοδώνῃ».
Σημασιολογία
Α) ᾿Αμτβ. 1) Προάγομαι, προοδεύω, προκόπτω Κύθηρ. Στερελλ. (Αἰτωλ) Τῆν. κ.ἀ.: Βγοδώνουν τὰ φύτρα Τῆν. Νὰ μὴ σώῃς κὶ νὰ μὴ βουδώῃς! (ἀρὰ) Αἰτωλ. Συνών. προκόβω. 2) Προχωρῶ ταχέως Ἄνδρ. Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ. Πλατανιστ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. κ.ἄ.: Βοδώνει τὸ μουλάρι Πλατανιστ. 3) Συντελοῦμαι ταχέως Ἄνδρ. Εὔβ. (Καλύβ. Κάρυστ. Πλατανιστ.) Κάλυμν. Κέως Κίμωλ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Ἐγκαρ. Φιλότ.) Πάρ. Σάμ. Σίφν. Σῦρ. Τῆν. Χίος κ.ἀ.: Βγοδώνει ἡ δουλε͜ιὰ Ἄνδρ. Ὁ δρόμος ποῦ φτε͜ιάνουνε δὲ βοδώνει Καλύβ. Τὸ καρτσούνι δὲ βγοδώνει Μῆλ. Καὶ μετβ. συντελῶ ταχέως Ἄνδρ. Εὔβ. (Πλατανιστ.) Μύκ. κ.ἀ.: Βγοδώνω γρήγορα τὴ δουλε͜ιὰ Μύκ. Βοδώνει ὁ μύλος Πλατανιστ. Βγόδωνε, γιˬατὶ δὲν ἔχομε ὥρα Ἄνδρ. Συνών. φρ. κάνω γρήγορα. Μετοχ. βγοδωμένος, προκομμένος Πάρ. β) Παθ. διευθετοῦμαι, τακτοποιοῦμαι Κρήτ.: Παροιμ. Ἀπῆς ἡ γρὰ βγουδώθηκε, | ἐσφιχτομαdαλώθηκε (εἰρωνικῶς ἐπὶ τοῦ μετὰ τὸ πάθημα λαμβάνοντος τὰς ἀναγκαίας προφυλάξεις). 4) Προφθάνω Ἄνδρ. Θεσσ. (Ἀλμυρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἶτωλ. Ἀράχ. Εὐρυταν. Λαμ.) Σῦρ. κ.ἀ. –Λεξ. Αἰν.: Δὲ βόδουσα νὰ τοὺ κάνου Ἀράχ. Βόδουσα νὰ πάρου ἀράδα Αἰτωλ. Συνών. προφταίνω. 5) Εὐκαιρῶ Ἄνδρ. Κάρπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Χίος κ.ἀ.: Δὲν ἐβγόδωσα ’ποῦ τοὶς δουλε͜ιὲς Κάρπ. Δὲ βόδωσα νά ’ρθω Βούρβουρ. Β) Μετβ. 1) Ἀποκτῶ Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον.): Δ’λεύ’ δ᾽λεύ᾽ κὶ δικάρα δὲ βουδώ’ Ἄκρ. Ἅμα τοὺ βουδώσου ᾿γὼ δὲν τοὺ ξιπουλάου ὕστερα Στρόπον. Συνών. ἀποτάζω (Ι) Α 1, ἀποχτῶ 1, πιˬάνω. 2) Συλλαμβάνω Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Εὔβ. (᾿Ακρ.): Τὴν βόδουσ’ ἀπ’ τὰ μαλλιˬὰ Φιλιππούπ. Ἄν σὶ βουδώσου ᾿ς τὰ χέριˬα μ᾽, θὰ σὶ τσακίσου ᾽ς τοὺ ξύλου Ἄκρ. Συνών. ἁρπάζω Α1, ἁρπακολλῶ 1, ἁρπακώνω, βουτῶ, γραπώνω. 3) Ἀπατῶ Μακεδ. (Κοζ.): Σὶ βουδώ’ χουρὶς νὰ τοὺ καταλάβ’ς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA