γαρίλης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρίλης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαρίλης ἐπίθ. Σκῦρ. γαρίλ-λης Κύπρ. Θηλ. γαρίλω Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρίλα καὶ τῆς καταλ -ης.
Σημασιολογία
1) Ὁ λημῶν, ὁ ἔχων λήμην εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς Κύπρ. Συνών. γαριλιˬάρης, τσίμπλης, τσιμπλιˬάρης. 2) Ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς διαστρόφους, ὁ παραβλὼψ Σκῦρ.: Ἡ μαμμὴ πῆ’ε νὰ ἁρπάξη τὴν προσωπίδα τσαὶ χάλασε τὸ μάτι τοῦ παιδιˬοῦ τσαὶ μ’ τό ’καμε γαρίλη (προσωπίδα=ἡ ἀλλαχοῦ «σκέπη», ὁ ὑμὴν ὁ ὁποῖος σκεπάζει, ὡς νομίζεται, τὸ πρόσωπον τοῦ νεογνοῦ). Συνών. ἀλληgιˬόζης, ἀλλήθωρος (Ι), γκαβός Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. (ὄν. ποταμοῦ) Κύπρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA