ἁφοῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁφοῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁφοῦσα ἐπίθ. θηλ. Κρήτ. Κύθηρ. ἄφουσα Θήρ. Ἴος.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἅφτω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -οῦσα ἐκ τῶν μεταβατικῶν τύπων *ἅφτουσα καὶ *ἀφτοῦσα. Ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 185. Πβ. καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ, 2, 122 καὶ ΣΞανθουδ. Ἐρωτόκρ. 517. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 746.

Σημασιολογία

1) Ἡ τρύχουσα, ἡ στενοχωροῦσα Κρήτ.: ᾎσμ. Θάλασσα, πικροθάλασσα καὶ πικροκυματοῦσα, ὅλοι σὲ λένε θάλασσα κ’ ἐγὼ σὲ λέω ἁφοῦσα. 2) Οὐσ. α) Ἔκκαυσις, καῦσις Κρήτ.: Κάψα σήμερο κιˬ ἁφοῦσα μοῦ δίνει. Ἁφοῦσα ἔχω ἀποὺ τὴ στενοχωρία μου. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «πᾶσα φωτιὰ θέλει νερὸ νὰ πάψῃ τὴν ἀφοῦσα». β) Παρόξυνσις, στενοχωρία Κρήτ.: Ἁφοῦσα μὲ πιάνει ὅσο θωρῶ καὶ δὲν ἔρχεται. γ) Πνευστίασις Κύθηρ. Συνών. λαχάνιˬασμα. δ) Ἐρεθισμὸς τοῦ δέρματος, ἔκφυμα Θήρ. Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/