ἀναγερτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγερτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναγερτὸς ἐπίθ. ἀναγειρτὸς ΝΠετμεζ. Ἁπλ. Λόγια 22 Γ Ἀθάν. Πρωιν. ξεκίν. 123 -Λεξ. Πρω. ἀνάγειρτος Λεξ. Δημητρ. ἀναγερτὸς Λεξ. Βλαστ. Πρω. ἀνάγερτος ΑΜελαχριν. ἐν ᾿Ανθολ. Η’Αποστολιδ 245 -Λεξ. Δημητρ. ἀνεγερτὸς Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγέρνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ κοχλάζων, ὁ ζέων, βραστὸς Α.Κρήτ.:Χύνει τως μ᾽ ἕναν καυκὶ γάλα ἀνεγερτὸ ᾿ς τὰ μοῦτρα καὶ πλαντάξανε (ἐκ παραδόσ.) 2)Ὁ ἐλαφρῶς κεκλιμένος πρὸς τὰ κάτω, ἐπικλινὴς ΝΠετμεζ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Πρω.: Ποιημ. Λύγα τὸ κορμί σου, Ἀφρόδω, | καὶ κρατήσου ἀναγειρτὴ ΝΠετμεζ. ἔνθ’ ἀν. 3) Ὁ ὀλίγον τι κεκλιμένος, κατακεκλιμένος Γ’Αθάν. ἔνθ’ ἀν. ΑΜελαχριν ἔνὓ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Ποιημ. ᾿Αναγειρτὴ σὲ φίλησα μέσ᾿ ᾿ς τὴ θερμὴ μ᾿ ἀγκάλη. Γ’Αθάν. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/