ἀφουσία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφουσία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφουσία ἡ, Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. ἀφουσιὰ Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀρκαδ. Ἀχαΐα Βούρβουρ. Κόκκιν. Μεσσ. Παππούλ. Χατζ.) ἀφουσά Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Καλάμ. Μάν.) Τσακων. ἀφισιˬὰ Θράκ. (Περίστασ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ὀφισιˬὰ Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ἀφσικιˬὰ Μακεδ. (Βελβ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ ἀφουσία== «ἡ σκουριώδης πεταστὴ τοῦ σιδήρου, τὸ τοῦ σιδήρου ἀποσφύρισμα». ᾿Ιδ. Δουκ. ἐν λ. καὶ Append.

Σημασιολογία

1) Τὰ περιττώματα τοῦ μεταξοσκώληκος μετὰ τῶν ὑπολειμμάτων τῆς τροφῆς ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀφούσιˬα. 2) Χῶμα οὐχὶ συμπεπιεσμένον, ἀλλ᾽ ἐλαφρόν, κοῦφον Πελοπν. (Ἀρκαδ. Παππούλ. Χατζ.): Σὰν ἀφουσιˬὰ εἶναι τὸ ψωμὶ (ἀφράτο) Ἀρκαδ. 3) Εἶδος θάμνου μὲ καρπὸν βοτρυώδη Πελοπν. (Βούρβουρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/