βοήθεια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοήθεια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βοήθεια ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.) βοήθε͜ια κοιν. βό͜ηθε͜ια Πελοπν. (Κορινθ.) βοήιˬθα Τσακων. βοήθειγιˬα Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) βουήθε͜ια βόρ. ἰδιώμ. καὶ Κρήτ. βοήθρε͜ια Χίος βόθε͜ια Κύπρ. βούθεια Κύπρ. βοήθκε͜ια Μεγίστ. βοηθεία Μέγαρ. γόθε͜ια Ρόδ. γόθκε͜ια Ρόδ. ἀφουδεία Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀφηdεία Ἀπουλ. βησεία Ἀπουλ. ἀβησεία Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) βοήθε͜ιο τό, Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κέρκ. –Λεξ. Δημητρ. βουήθε͜ιου Ἤπ. (Ζαγόρ.) βόηˬθε͜ιο Πελοπν. (Βούρβουρ.) βόηˬθε͜ιου Εὔβ. (Ἄκρ.) Μακεδ. (Κοζ.) ἀβόηˬθε͜ιου Θεσσ. Σάμ. ἀβούηˬθε͜ιου Σάμ. βούχθε͜ιου Σάμ. βόηˬθο Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κυνουρ. Μάν.) βόθε͜ιο Θρᾴκ (Σαρεκκλ.) βόθε͜ιου Θρᾴκ. (Αἶν.) βοήθειος ὁ, Θρᾴκ. (Βιζ.) Πόντ. βοήθειγιˬος Πόντ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. βοήθεια. Ὁ τονισμὸς βοηθεία κατ’ ἀναλ. τῶν εἰς –ία, οἷον κακία, σοφία, φιλία κττ., περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 104. Εἰς τὸ βησεία Ἀπουλ. πρόκειται φωνητικὴ τροπὴ τοῦ θ εἰς σ, ὡς μαρτυροῦν καὶ ἄλλα ὅμοια αὐτόθι, ὡς ἀλήσε͜ιο, ὄρνισα κττ. ᾽Ο τύπ. βοήθε͜ιο κατὰ τὰ ὅμοια ἀλήθε͜ια-ἀλήθε͜ιο, συμπάθε͜ια-συμπάθε͜ιο, συνήθε͜ια-συνήθε͜ιο κττ. περὶ ὧν ἰδ.. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 65. Ὁ τύπ. βούθε͜ια καὶ μεσν. Ἰδ. Σαχλίκ. Γραφ. Καὶ ἀφηγ. στ. 381 (ἔκδ. GWagner σ. 92) «καὶ τὸν αὐθέντην τὸν Χριστὸν εἰς βούθεια μου νὰ κράζω».
Σημασιολογία
1) Πᾶσα ἀρωγὴ ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Δὲ μπορῶ νὰ τὸ κάνω μόνος μου, θέλω καὶ βοήθεια. Δὲν ἔχω βοήθεια ἀπὸ κἀνένα. Ἔχω βοήθεια ἀπὸ τὸν δεῖνα. Βοήθεια! (ἐπίκλησις τοῦ κινδυνεύοντος) κοιν. ‖ Γνωμ. Ὃπο͜ιος λέει τὴν ἀλήθε͜ια ἔχει τὸ Θεὸ βοήθε͜ια πολλαχ. β) Τὸ ὑλικὸν μέσον τῆς ἀρωγῆς πρὸς τὸν αἰτοῦντα, ἐλεημοσύνη κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βοήθε͜ια, Χριστιανοί! (ἐπίκλησις ἐπαίτου) κοιν. Ὁ γυρευὸν ψαλαφᾷ βοήθειαν (ὁ ἐπαίτης ζητεῖ ἐλεημοσύνην) Τραπ. Γιὰ ὄνομαν Θεοῦ, δόστε με ἕναν βοήθειαν! (ἐπίκλησις ἐπαίτου) αὐτόθ. γ) Στήριγμα κοιν.: Ἔχω τὸ παιδί μου βοήθε͜ια. Βοήθε͜ια μας ὁ ἅγιος ἤ βοήθε͜ια μας ἡ χάρι του (εὐχή κατὰ τὴν ἡμέραν ἑορτῆς ἁγίου λεγομένη συνήθως μετὰ τῆν θείαν λειτουργίαν). 2) Συνεργασία πολλῶν προσώπων διὰ τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου χάριν ἄλλου Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀργατε͜ιὰ 2. Πβ. ἀναβάσταμα, βοήθημα, βοηθημός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA