βοήθημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοήθημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοήθημα τό. σύνηθ. βοήθεμαν Πόντ. (Τραπ.) βόηˬθημα Εὔβ. (Κονίστρ.) βόθημα Θρᾴκ. βούθημα Κάλυμν. βόηθ’μα βόρ. ἰδιώμ. βούθ’μα Ἴμβρ. ἀβούθ’μα Σάμ. ἀbούθημα Νάξ. (Γαλανᾶδ.) βοήθισμα Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀβούθισμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βοήθημα.

Σημασιολογία

1) Βοήθεια 1, ὃ ἰδ, σύνηθ.: Κάλλιˬο νά ’λειπε τὸ βοήθημά του. 2) Βοήθεια 1 β, ὃ ἰδ., σύνηθ. : Τὸ Ὑπουργεῖο δίνει βοηθήματα ’ς τοὺς τραυματίες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/