γάρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάρισμα τό, Κῶς Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) γάρισμαν Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) γάρ’σμα Τένεδ. σγάρισμα Λεξ. Βάιγ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γαρίζω. Ἡ λ. ἤδη Βυζαντ. ὑπὸ τὴν σημασίαν «ζωμὸς μελανωπὸς καὶ κακόγουστος» (βλ. ἐν λ. γαρίζω). Ὁ τύπ. σγάρισμα (ἐκ τοῦ σγαρίζω, δι’ ὃ βλ. γαρίζω) καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) ’Επὶ παιδίων, τὸ γοερὸν καὶ συνεχὲς κλάμα Κῶς Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) Τένεδ.-Λεξ. Βάιγ.: Τόσην ὥρα γ-κλαίει τὸ παιίν, ’ὲν ἤκουσες τὸ γάρ’σμα ν-dου; Κῶς. Θὰ σκά’ τοὺ π᾿δὶ ἀπ’ τού γάρ’σμα Τένεδ. ’Ασ’ σὸ πολλὰ τὸ γάρισμαν ἐπιˬάστεν ἡ λαλία του Οἰν. 2) Ἡ ἐξάντλησις τῆς φωνῆς, τὸ βράχνιˬασμα, ἀπὸ παρατεταμένον κλάμα ἢ ἐκ πολλῆς καὶ ὐψηλοφώνου ἀναγνώσεως ἢ ψαλμῳδίας Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) : ᾽Ατόσα ὧρες διˬαβάεις, τὸ γάρισμαν ’κὶ λογαριˬάεις; Οἰν. β) Ἡ ἐκ μεγάλης καὶ παρατεταμένης πείνης ἐξάντλησις Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) : Ἕνα γάρισμαν ἐγάρισα ἀσ’ σὴν πεῖνα! Οἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/