ἀφουσκομάτιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφουσκομάτιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφουσκομάτιˬαστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀφουσκομάθιˬαστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. φουσκοματιˬαστός < φουσκοματιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου δὲν ἐφούσκωσαν οἱ ὀφθαλμοί, ἐπὶ γεωμήλων: Πατάτες ἀφουσκομάθιˬαστες (ἀκατάλληλοι πρὸς φύτευσιν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA