ἀνάγκασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάγκασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάγκασμα τὸ, Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Σκοπ.) ’Ικαρ. Στερελλ. ( Αἰτωλ.) -Λεξ. Βλαστ. ἀνέgασμα Ἴμβρ. Σαμοθρ. ᾿νέγκασμαν Πόντ.(᾿Αργυρόπ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀνάγκασμα.
Σημασιολογία
1) Βία, ἀναγκασμὸς Λεξ. Βλαστ. 2) Παρότρυνσις, προτροπὴ Θρᾴκ. ( ᾿Αδριανούπ. Σκοπ.) Ἴμβρ. Σαμοθρ. 3) Κούρασις, κόπωσις Πόντ.(᾽Αργυρόπ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) : ᾿Αοῖκον ᾿νέγκασμαν πα ᾽κ᾿ εἶδα Κοτύωρ. Χαλδ. Συνών. ἀναγκασιˬὰ Α2, *ἀναγκασίος, κόπος, κούρασι. 4) Πάθησις, νόσημα σοβαρὸν Ἴκαρ. : Φρ. Ἔ, ποῦ νά ᾿χῃς τὸ ἀνάγκασμα! (ἀρά) Συνών. ἀνάγκεμα, ἀναγκεμός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA