ἀναγκαστικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκαστικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀναγκαστικὰ ἐπιρρ λόγ. κοιν. ἀνgασ’κὰ Λεσβ ἀναγκαστικὀ Μακεδ. (Καστορ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀναγκαστικός.

Σημασιολογία

1) Διὰ τῆς βίας, ἀναγκαστικῶς κοιν.: Τὸ εἶπα - τὸ ἔκανα -τό ’φαγα ἀναγκαστικά. Πῆγα ἐκεί ἀναγκαστικὰ κοιν. ᾽Ιγὼ δὲν ἤθιλα νὰ πάγου ’ς τοῦ χουριˬο’, μὰ ἀνιgασ’κὰ πῆγα Λεσβ. Ἐφυγε ἀναγκαστικὀ Καστορ. «Ὀ πολιτισμὸς ποῦ θὰ γεννηθῇ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας θὰ γίνῃ ἀναγκαστικὰ διαφορετικὸς ἀπὸ τὸ δυτικὸ» ΙΔραγούμ. Ἑλλην. πολιτισμ. 232. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναγκασιˬὰ Β 2. 2) ᾿Εν σπουδῇ, ἐν βίᾳ Λεσβ Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναγκασιˬὰ Β 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/