ἄφρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄφρα ἡ, Ἀθῆν. (παλαιότ.) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἄφρη Ἤπ. Πελοπν. (Κορινθ. Μεσσ. Σπάρτ. Τρίκκ. Τρίπ.) κ.ἀ. - ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 45 ἄφρ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βλάστ.) ἄφιρ’ Θρᾴκ. (Σουφλ.) ἀφρὴ Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀφρίζω καθὼς καὶ ἀχνίζω - ἄχνα καὶ ἄχνη κττ. Περὶ τοῦ τύπου ἄφιρ’, ἐν ᾧ μετὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ τελικοῦ η ἀνεπτύχθη συνοδίτης φθόγγος ι ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμματ. βορ. ἰδιωμ. 22.

Σημασιολογία

Ἀφρὸς ἔνθ' ἀν.: Βγάζει ἄφρη ἀπὸ τὸ στόμα της Τρίκκ. Βγάζ’ ἄφρα ἀπ᾿ τοὺ στόμα τ᾿ Φιλιππούπ. Τὸ γάλα εἶναι οὕλο ἄφρη Μεσσ. || ᾌσμ. Κυρά μ᾽, τὴ θυγατέρα σου τὴν ἡλιˬογεννημένη, ’ς τὸν ἥλιˬο ἐγεννήθηκε, ’ς τὸν ἥλιˬο κουναρε͜ιέται καὶ ’ς τὴν ἀφρὴ τοῦ γαλατιˬοῦ τὴν εἶναι βαφτισμένη Ἤπ. Οἱ δυˬὸ - ν - ἀλέθουν μὶ κρασὶ κ’ οἱ πέντι μὶ τοὺ γάλα, μὶ τὴν ἀφρὴ τοῦ γαλατιˬοῦ - ν - ἀλέθουν οἱ ἄλλοι πέντι Ζαγόρ. - Ποίημ. Μ’ ἄγρια ἄφρη ἡ ὄχεντρα | θεριˬακωμένη βαλαντώνει ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν. Συνὼν. ἄφρητα, ἀφρί, ἀφριˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/