ἀρα͜ιόφυλλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιόφυλλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρα͜ιόφυλλος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. (λ. ἀριόφυλλος) ἀρόφ᾽λλους Λέσβ. ἀράφυλλος Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀραιὸς καὶ τοῦ οὐσ. φύλλο. Πβ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 222.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἀραιὰ φύλλα ἔνθ’ ἀν.: Ἀρόφ’λλους βασι’κός. Ἀρόφ’λλου δέdρου Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA