ἀρα͜ιοχτισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρα͜ιοχτισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀρα͜ιοχτισμένος ἐπίθ. Ἀθῆν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀραιὰ καὶ τοῦ χτισμένος μετοχ. τοῦ ρ. χτίζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου οἱ λίθοι κατὰ τὴν οἰκοδομὴν τίθενται κατ᾿ ἀραιὰ διαστήματα πληρουμένων τῶν κενῶν διὰ χαλικίων καὶ πηλοῦ, ἐπὶ τοίχου: Ἀρα͜ιοχτισμένος τοῖχος. Ἀρα͜ιοχτισμένη μάντρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA