ἀφράλατο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφράλατο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφράλατο τό, Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ. ἀφράλατου Σάμ. κ.ἀ. ἀφράλατσο Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφρὸς καὶ ἁλάτι.
Σημασιολογία
Ἀφράλα, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA