ἀναγκιδιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκιδιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγκιδιˬάζω Ἤπ. -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. ἀγκιδιˬάζω.

Σημασιολογία

Μετβ. λυπῶ τινα ἀναμιμνήσκων τὰ ἁπολεσὓέντα ἀγαθά του ἢ προσφιλῆ νεκρὸν Ἤπ.: Μή μὲ ἀναγκιδιˬάζῃς. Καὶ. ἀμτβ. λυποῦμαι ἀναμιμνησκόμενος προσφιλῆ νεκρὸν ἔνθ’ ἀν.: Μὴ πηγαίνῃς ᾿ς τὸ σπίτι τῆς δεῖνα, γιˬατὶ μὲ τὸ παιδί της π᾿ ἀπέθανε ἦσταν συνομήλικα καὶ σὲ γλέπει κιˬ ἀναγκιδιˬάζει. Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/