ἀναγκιˬὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκιˬὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀναγκιˬὸ τό, ἀμάρτ. ’ναγκιˬό Ροδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναγκεύω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. φεύγω – φευγιˬὸ κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,66.

Σημασιολογία

1) Σοβαρὰ ἀσθένεια. Πβ. ἀναγκικό. 2) Ο καχεκτικὸς ἄνθρωπος, οἷον φθισικὸς κττ. Πβ. ἀναγκιˬούκλης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/