ἄφραχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφραχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄφραχτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἄφραχτους βόρ. ἰδιώμ. ἄφραγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄφραγους βόρ. ἰδιώμ. ἄφραος Ἄνδρ. Κύπρ. Ρόδος κ.ἀ. ἄφραους Σάμ. κ.ἀ. ἄβραος Κύπρ. ἀνήφραχτος Κῶς ἀνάφραος Σύμ. Χίος ἀνήφραος Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἄφρακτος. Περὶ τῶν τύπ. ἀνάφραος, ἀνήφραχτος ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἄνευ φράκτου, ὁ μὴ ἔχων περίφραγμα, ἄφρακτος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄφραχτος κῆπος. Ἄφραχτη αὐλή. Ἄφραχτο ἀμπέλι - χωράφι κττ. κοιν. || Παροιμ. Ἄφραχτος κῆπος, ἔρημα τὰ λάχανα. Ἤπ. κ.ἀ. Ἄβραον ἀμπέλιν ἔν’ τοὺς γαδάρους μάντρα Κύπρ. Ἄφραγου ἀμπέ’ καθένας τοὺ τρυγᾷ Μακεδ. Συνών. ἀπόφραχτος, ξέφραγος. 2) Ὁ μὴ κατάλληλος πρὸς φραγμόν, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ φραχθῇ πολλαχ.: Ἄφραγο χωράφι. Ἄφραγη τρῦπα. Β) Μεταφ. 1) Ὁ μὴ ἔχων περιορισμὸν πολλαχ.: Φρ. Ἄφραγο στόμα (ἐπὶ πολυλόγου καὶ φλυάρου) πολλαχ. Συνών. ἀπύλωτος 1. 2) Ὁ μὴ ἐπιδεκτικὸς περιορισμοῦ πολλαχ. : Ἄφραγο στόμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/