ἀναγκιˬώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγκιˬώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγκιˬώνω Ροδ. ᾽ναγκιˬώνω Ροδ. Παθ. ἀναgιˬώνομαι Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀναγκιˬό. Ὁ ἐνεργ. τύπος παρήχθη ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ παθ. ἀναγκιˬώνομαι. Πβ. ἀγγελοκρούω, ἀγγελοσκιˬάζω κττ.

Σημασιολογία

1) Προσβάλλομαι ὑπὸ σοβαρᾶς νόσου, οἷον φθίσεως κττ.: Δὲ bορεῖ νἀ σηκωθῇ, γιˬατὶ ’ν’ ὁ κακομοίρης ἀναgιˬωμένος ἐδὰ καὶ τόσο gαιρὸ Κρήτ. Πβ. καὶ Θανατ. Ροδ στ. 277(ἔκδ. Wagner 41)«γεμᾶτοι τὸ θανατικὸν καὶ λοιμαναγκιωμένοι». Συνών. ἀναγκεύω Β 3. 2) Μετοχ. ἀναγκιˬωμένος=καχεκτικός, ἀδύνατος Ροδ Πβ. ἀναγκιˬάρις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/