ἀναγλαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγλαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀναγλαρώνω Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνά καὶ τοῦ ρ. γλαρώνω.
Σημασιολογία
1) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ εὐχαριστήσεως, χαίρω, ἀγάλλομαι ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Εἷδ’ ὁ᾽ Γὐφτος τὴ γενεˬά του κιˬ ἀναγλάρωσ’ ἡ καρδιˬά του (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ λησμονήσῃ τὴν εὐτελῆ του καταγωγήν, ὅσον καὶ ἂν ἀνέλθῃ κοινωνικῶς) Λακων. β) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ὑπνηλίας, ὑπὸ νάρκης Λακων. 2) ᾿Αναλαμβάνω, αὐξάνω, ἐπὶ σπαρτῶν Λακων. : Τώρᾳ μὲ τὴν βροχὴ ἀναγλάρωσαν τὰ σπαρτά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA