ἀφρεσκάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφρεσκάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφρεσκάριστος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φρεσκαριστὸς < φρεσκάρω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ διὰ ραντισμοῦ ὕδατος καταστὰς δροσερός: Λουλούδιˬα ἀφρεσκάριστα. 2) Ὁ μὴ δι’ ἀναχρωματισμοῦ, ἐπισκευῆς κττ. προσλαβὼν ὄψιν καινουργοῦς: Ἀφρεσκάριστη εἰκόνα. Ἀφρεσκάριστο ἔπιπλο - πάτωμα κττ. 3) Ἀκαλλώπιστος, ἀνευπρέπιστος : Ἀφρεσκάριστος πάει ’ς τὸ γαμο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA