ἀναγλειφτᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγλειφτᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναγλειφτᾶς ὁ, Λεξ. Δημητρ. Θηλ. ἀναγλειφτοῦ Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀναγλείφω.

Σημασιολογία

1) Ὁ διὰ τῆς γλώσσης λείχων ἢ δι’ ἄρτου ἀπομάσσων τὰ ἐν τῷ πινακίῳ ἢ ἄλλῳ σκεύει ὑπολείμματα ἐδέσματος 2) Μεταφ. ἄνθρωπος εὐτελής, κόλαξ. Συνών. ἀναγλείφτης, γλειφοκουτάλας, γλειφοπινάκας, γλειφοσαχανᾶς, γλείφτης, γλειφτοσκουτελλᾶς, γλειφτοτσανακᾶς, τσανακογλείφτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/