ἀναγνώθω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγνώθω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναγνώθω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. κ. ἀ.) ἀναγνώθου βόρ. ἰδιώμ. ἀνεγνώθω Κάρπ. Κίμωλ. ἀναγνώνω Ἤπ. Καππ. Κύπρ. Πελοπν. (Βουρβουρ Μαν) κ. ἀ. ἀναγνώνου Θρᾴκ. (᾿Αδρίανούπ. κ. ἀ.) ἀνεγνώνω Χίος ἀνεγνών-νω Κῶς Συμ. ἀνιγνώνου Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. Σάμ. ἀναγνώσκω Πόντ.(Κερασ. Οἰν.) ’ναγνώθω πολλαχ. ’ναγνώνω Θρᾷκ. Μεγίστ. ᾿νεγνώνω Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Νισυρ Τῆλ. ᾽νεγνὠν-νω Ρόδ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀναγνώθω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναγινώσκω. Ὁ τύπ. ἀναγνώνω καὶ παρὰ Σομ, ὁ δὲ ἀναγνών-νω καὶ παρὰ Μαχαιρ. (ἔκδ. RDawkins) 1,300 «οἱ ποῖοι πραματευτᾶδες ἀναγνώννοντα τὲς γραφὲς… ἐγράψαν του μὲ μεγάλην ταπείνωσιν».

Σημασιολογία

1) ’Αναγινώσκω κοιν. καὶ Ποντ (Κερασ. Οἰν. Τραπ.): Ἀναγνώθω τὸ γράμμα πολλαχ. Αὐτὸς ὅλο μ.’ ἀναγνώθει (διαρκῶς ἀναγινώσκει τὰ ὑπ’ ἐμοῦ γραφέντα ἢ ὑπαγορευθέντα) Κίμωλ. ‖ Φρ. Γάδαρι, γαδάρου ὑγιˬέ, γράβγεις τσιˬ ἀνιγνώνεις, πόσα ἄστρα ἔχ᾽ ἡ --οὐρανός; (σκωπτικῶς πρὸς μελετηρὸν) Κυδων. ’Ατὸ τὸ γράμμαν ᾿κ’ ἀναγνώκεται (’κ’ ἀνα... ἐκ τοῦ ᾽κι᾽ ἀνα…) Τραπ. ‖ Παροιμ Σὰ δὲν ξέρῃς ν᾽ ἀναγνώθῃς, μὴν ἀνοίγῃς τὰ κιτάπιˬα (ἐπὶ τῶν ἀναξίων τῶν ἐπιχειρούντων μεγάλας ἐπιχειρήσεις) Λεξ. Δημητρ. ‖ ᾎσμ. Σὰν θὰ σοῦ στείλω τὴ γραφὴ καὶ σὰν θὰ τη ᾽νεγνώσης Τῆλ. Τὸ μαῦρο του ’ονάτισε, τὸ γράμμα ἀνεγνώθει Κάρπ. Μηδὲ παππᾶς τὸ ’νἐγνων-νε μηδὲ διˬάκως τὸ διˬάλυε Ροδ. Νὰ ψέλνῃ, νὰ καλιναρχᾷ, νὰ γράφῃ, ν᾽ ἀναγνώνῃ Μάν. ᾽Ατὸ κἀνεὶς ᾽κ᾽ ἐνέγνωσεν, κἀνεὶς ᾽κ᾿ ἐξέρει ντό λέγει, ἕναν παιδίν, καλὸν παιδίν, ἔρχεται κιˬ ἀναγνώθει Τραπ. Συνών διˬαβάζω. 2) ᾿Ανακινῶ Πελοπν. (Βούρβουρ.): Πρῶτα τοὶς άναγνώνει τοὶς δουλε͜ιὲς καὶ στερ’νὰ δὲ μιλάει

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/