ἀνάγνωσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάγνωσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀνάγνωσι ἡ, λογ κοιν. καὶ δημῶδ Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ ἀνάγνωσις.
Σημασιολογία
Ἀνάγνωσις ἔνθ ἀν.: Ξέρει ἀνάγνωσι καὶ γραφή. Κάνει καλή ἀνάγνωσι. Συνών. ἀναγνώσιμον, ἀνάγνωσμα, διˬάβασμα .
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA