βοιˬδογέλαδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδογέλαδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδογέλαδα τά, Ἤπ. (Βούρμπ.) Πελοπν. (Οἰν.)-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1, 221-Λεξ. Δημητρ. βουδαέλαδα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν πληθ. τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ ᾽γελάδι, δι’ ὃ ἰδ. ἀγελάδι.

Σημασιολογία

Βόες καὶ ἀγελάδες μαζὶ ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Βάζει στάνη τὰ πρόβατα κιˬ ἀγέλη τὰ ᾿γελάδιˬα, κοπὴ τὰ βοιˬδογέλαδα σαντὶ νὰ ἤτανε κῦμα (σαντὶ=σαμπῶς) Οἰν.-Ποίημ. Κοπάδιˬα βοιˬδογέλαδα κιˬ ἄλογα καὶ φοράδιˬα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/